ἱερόλας

ἱερόλας

ἱερόλας, , Priester, Soph. bei Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιερόλας — ἱερόλας, ὁ (Α) ο ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Το επίθημα τής λ. προήλθε από μετοχή και απαντά στην Αρμενική με τη μορφή of, ofaw (πρβλ. μαινόλης, δωρ. μαινόλᾱς < μαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ἱερόλας — ἱερόλᾱς , ἱερόλας masc acc pl ἱερόλᾱς , ἱερόλας masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιερός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ ἱερός, ά, όν και ἱερός, όν, Α ιων. και ποιητ. τ. ἱρός, ή, όν, δωρ. τ. ἱαρός, αιολ. τ. ἶρος και ἴαρος) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό ή στη λατρεία του και γενικά στη θρησκεία, άγιος, όσιος (α. «ιερό ευαγγέλιο» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”