- πιθηκιδεύς
πιθηκιδεύς, ὁ, das Junge des Affen, Ael. H. A. 7, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιθηκιδεύς, ὁ, das Junge des Affen, Ael. H. A. 7, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιθηκιδεύς — ο, ΝΑ το νεογνό τού πιθήκου, μαϊμουδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς)] … Dictionary of Greek
πιθηκιδεῖς — πιθηκιδεύς young ape masc acc pl πιθηκιδεύς young ape masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην … Dictionary of Greek