- ἑταιρίδιον
ἑταιρίδιον, τό, dim. zu ἑταίρα, Plut. reip. ger. pr. 13 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἑταιρίδιον, τό, dim. zu ἑταίρα, Plut. reip. ger. pr. 13 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εταιρίδιον — ἑταιρίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ονόμ. εταίρα) πορνίδιο («τοιαύτας χάριτας λαμβάνειν ἑταιριδίοις, οὐ στρατηγοῑς πρέπον ἐστίν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εταίρα + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek