ἑταίρα

ἑταίρα

ἑταίρα, , fem. von ἑταῖρος, ep. auch ἑτάρη, Il. 4, 441, die Genossinn, Freundinn, Il. u. sonst; auch übertr., φόβου ἑταίρη, der Flucht, Il. 9, 2; die Leier heißt δαιτὶ ἑτ., Od. 17, 271. – Bei den Attikern = die Geliebte, Beischläferinn, Ar. u. A.; an sich drückt es keinen Vorwurf aus u. beschimpft nicht, dah. es für die so ganz andern griechischen Verhältnisse am besten durch Hetäre wiedergegeben wird. Vgl. z. B. Antiphan. bei Ath..XIII, 572 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἑταίρα — ἑταίρᾱ , ἑταίρα fem nom/voc/acc dual (ionic) ἑταίρᾱ , ἑταίρα fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταίρᾳ — ἑταίρᾱͅ , ἑταίρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εταίρα — Κατά την αρχαιότητα η λέξη σήμαινε –όπως και σήμερα– τη γυναίκα των ελευθερίων ηθών, η οποία εμπορεύεται τα θέλγητρά της. Στην Αθήνα, οι ε. αποτελούσαν ιδιαίτερη κατηγορία ελεύθερων γυναικών. Εκτός από το κάλλος, διέθεταν γενικά μια ανεπτυγμένη… …   Dictionary of Greek

  • εταίρα — η γυναίκα κοινή, πόρνη, παλλακίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἑταίρας — ἑταίρᾱς , ἑταίρα fem acc pl (ionic) ἑταίρᾱς , ἑταίρα fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταίραι — ἑταίρᾱͅ , ἑταίρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταίραν — ἑταίρᾱν , ἑταίρα fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτάραι — ἑταίρα fem nom/voc pl (epic) ἑτάρᾱͅ , ἑταίρα fem dat sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιμαίθα — Εταίρα από τα Μέγαρα. Επειδή κάποτε την άρπαξαν μερικοί μεθυσμένοι νεαροί Αθηναίοι, οι Μεγαρείς για να εκδικηθούν, άρπαξαν με τη σειρά τους δύο εταίρες φίλες της Ασπασίας του Περικλή, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στους Αθηναίους και… …   Dictionary of Greek

  • ἑταιρᾶν — ἑταίρα fem gen pl (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑταιρῶν — ἑταίρα fem gen pl (ionic) ἑταιρέω keep company with pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”