- ὑπο-σόλοικος
ὑπο-σόλοικος, etwas fehlerhaft in der Sprache, etwas sprachwidrig, im compar. Plut. Symp. 1, 2,1; übh. etwas abgeschmackt, Cic. Att. 2, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-σόλοικος, etwas fehlerhaft in der Sprache, etwas sprachwidrig, im compar. Plut. Symp. 1, 2,1; übh. etwas abgeschmackt, Cic. Att. 2, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιξοσόλοικος — και μειξοσόλοικος, η, ον αυτός που έχει αναμιχθεί με σολοικισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + σόλοικος* (πρβλ. υπο σόλοικος). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek