- ὑπο-σωματόω
ὑπο-σωματόω, allmälig neu verkörpern, Stob. ecl. I p. 746.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-σωματόω, allmälig neu verkörpern, Stob. ecl. I p. 746.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπεσωμάτου — ὑπό σωματόω make corporeal imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)