ὁμο-δέμνιος

ὁμο-δέμνιος

ὁμο-δέμνιος, Bettgenoß, Ehegatte; πόσις, Aesch. Ag. 1079; sp. D., wie Mus. 70.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεταδέμνιος — μεταδέμνιος, ίη, ον (Α) αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι, στο στρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δέμνιος (< δέμνια «κλίνη, στρώμα»), πρβλ. ομο δέμνιος, φυγο δέμνιος] …   Dictionary of Greek

  • φιλοδέμνιος — ον, Α (για άλογα) αυτός που τού αρέσει το στρώμα, το κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δέμνιος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. ὁμο δέμνιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”