- ὀλιγό-μισθος
ὀλιγό-μισθος, wenig Lohn empfangend, für wenig Lohn dienend, Plat. Ep. VII, 348 a, im comparat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-μισθος, wenig Lohn empfangend, für wenig Lohn dienend, Plat. Ep. VII, 348 a, im comparat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτόμισθος — ον, Α αυτός που πρώτος μεταξύ άλλων ή για πρώτη φορά υπηρετεί κάπου ως έμμισθος υπάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + μισθος (< μισθός), πρβλ. ολιγο μισθος] … Dictionary of Greek
πολύμισθος — ον, Α (για πράξεις φιλανθρωπίας) αυτός για τον οποίο υπάρχει πλουσιοπάροχη ανταμοιβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μισθός «ανταμοιβή» (πρβλ. ολιγό μισθος)] … Dictionary of Greek
τακτόμισθος — ὁ, Α βαθμός στον στρατό τών Πτολεμαίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάκτης + μισθός (πρβλ. ολιγό μισθος)] … Dictionary of Greek