ὀξυ-κέφαλος

ὀξυ-κέφαλος

ὀξυ-κέφαλος, spitzköpfig, Schol. Ar. Thesm. 175.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορθοκέφαλος — η, ο (Α ὀρθοκέφαλος, ον) νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ορθοκεφαλία, δηλ. που έχει μέσο βαθμό ύψους τής κεφαλής ή τού κρανίου αρχ. αυτός που έχει όρθιο, ανορθωμένο το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. οξυ… …   Dictionary of Greek

  • οξυκέφαλος — η, ο (ΑΜ ὀξυκέφαλος, ον) αυτός που χαρακτηρίζεται από οξυκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κεφαλή (πρβλ. πλατυ κέφαλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”