- θεό-μοιρος
θεό-μοιρος, des Göttlichen theilhaft, Phot. 347, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-μοιρος, des Göttlichen theilhaft, Phot. 347, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόμοιρος — θεόμοιρος, ον (Α) αυτός που μετέχει στη θεία φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μοιρος (< μοίρα), πρβλ. ά μοιρος, ολβιό μοιρος] … Dictionary of Greek
θεομοιρία — θεομοιρία, ἡ (Α) το μέρος τού θύματος μιας θυσίας που είναι προορισμένο για τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μοιρία (< μοιρος < μοίρα), πρβλ. δεκατη μοιρία, μεμψι μοιρία] … Dictionary of Greek