- θεό-βλαστος
θεό-βλαστος, von Gott entsprossen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεό-βλαστος, von Gott entsprossen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόβλαστος — θεόβλαστος, ον (Α) (για καρπό) αυτός που έχει βλαστήσει με τη χάρη τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βλαστος (< βλαστάνω), πρβλ. ά βλαστος, αρτί βλαστος] … Dictionary of Greek