κιβδήλευμα

κιβδήλευμα

κιβδήλευμα, τό, das Verfälschte, die Verfälschung, bes. der Waaren, Plat. Legg. XI, 917 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κιβδήλευμα — κιβδήλευμα, τὸ (Α) [κιβδηλεύω] νόθευση τών προς πώληση πραγμάτων («τὰ δὲ κιβδηλεύματά τε καὶ κακουργίας τῶν πωλούντων», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • κιβδηλεύματα — κιβδήλευμα an adulteration neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”