μωραίνω

μωραίνω

μωραίνω, ein Thor sein, einfältig, dumm handeln od. reden; πεῖραν τήνδ' ἐμώρανεν, er machte einen thörichten, tollen Versuch, Aesch. Pers. 705; μωρανεῖς, Eur. Med. 614; häufiger in späterer Prosa, Luc. Mort. D. 2, 1. 13, 3; Plut.; auch im med., im N. T., wo es auch aktivisch gebraucht ist, unschmackhaft, fade machen; u. pass., ἐμωράνϑην, Matth. 5, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μωραίνω — to be silly pres subj act 1st sg μωραίνω to be silly pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωραίνω — μωραίνω, μώρανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μωραίνω — (ΑΜ μωραίνω) 1. (αμτβ.) συμπεριφέρομαι, μιλώ ή ενεργώ ως ανόητος, μωραίνομαι, αποβλακώνομαι, ανοηταίνω 2. (μτβ.) καθιστώ ή αποδεικνύω κάποιον ή κάτι ανόητο («μωραίνει Κύριος ὃν βούλεται ἀπολέσαι», ΚΔ) (μσν. αρχ.) (το παθ.) μωραίνομαι… …   Dictionary of Greek

  • μωραίνω — μώρανα, μωράθηκα, μωραμένος 1. κάνω κάποιον μωρό, ανόητο, αποβλακώνω: Τον μώρανε η γέννηση του γιου του. 2. το μέσ., μωραίνομαι γίνομαι μωρός, ανόητος, ξεμυαλίζομαι: Μωράθηκε από τον έρωτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μωραίνετε — μωραίνω to be silly pres imperat act 2nd pl μωραίνω to be silly pres ind act 2nd pl μωραίνω to be silly imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωραινόντων — μωραίνω to be silly pres part act masc/neut gen pl μωραίνω to be silly pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωρανεῖ — μωραίνω to be silly fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) μωραίνω to be silly fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωραίνει — μωραίνω to be silly pres ind mp 2nd sg μωραίνω to be silly pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωραίνομεν — μωραίνω to be silly pres ind act 1st pl μωραίνω to be silly imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωραίνοντα — μωραίνω to be silly pres part act neut nom/voc/acc pl μωραίνω to be silly pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωραίνοντι — μωραίνω to be silly pres part act masc/neut dat sg μωραίνω to be silly pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”