ψιάδδω, lak. = ψιάζω 2, Ar. Lys. 1304.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψιάδδω — Α (δωρ. τ.) βλ. ψιάζω (Ι) … Dictionary of Greek
ψιάζω — (I) και δωρ. τ. ψιάδδω Α παίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ἑψιῶμαι* «διασκεδάζω», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος, κατά τα ρ. σε άζω]. (II) Α [ψιάς, άδος] (κατά τον Ησύχ.) «ψακάζω» … Dictionary of Greek