ψιάθιον

ψιάθιον

ψιάθιον, τό, dim. von ψίαϑος, eine kleine Binsenmatte od. Matratze, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ψιάθιον — rushbasket neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιαθίου — ψιάθιον rushbasket neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιαθίων — ψιάθιον rushbasket neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιαθίῳ — ψιάθιον rushbasket neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιάθια — ψιάθιον rushbasket neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PSIATHIUM — Graece ψιάθιον, apud Cassian, l. 5. c. 35. Incipientem idem fessum corpus reficere et incumbentem Psiathio reperisset; et l. 1. c. 13. Quos ita novimus omni ex parte nudos exsistere, ut prater colobiam, mafortem, caligas, melotem et psiathium,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σάλιο — Το προϊόν της έκκρισης των σιαλογόνων αδένων, που χύνεται στο στόμα. Διακρίνεται σε τρία είδη, το παρωτιδικό, χωρίς βλέννα, το υπογνάθιο, που περιέχει λίγη βλέννα και το υπογλώσσιο, που είναι πλούσιο σε βλέννα. Τα τρία αυτά είδη ανακατεύονται στη …   Dictionary of Greek

  • σαγόνι — το, Ν η σιαγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιαγόνι ον, υποκορ. τού αρχ. σιαγών, όνος, με αποβολή τού ι (πρβλ. σάλιο: σίαλον, ψαθί: ψιάθιον)] …   Dictionary of Greek

  • ψαθί — I Λέγεται και Ψαθό. Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, κοντά στο νησί Γάιδαρος. Με το ίδιο όνομα υπάρχει ύφαλος στα Κουφονήσια (Κρήτη). II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ.), στην πρώην επαρχία Μεγαλόπολης, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον… …   Dictionary of Greek

  • ψιάθιο — το / ψιάθιον, ΝΜΑ [ψίαθος] υποκορ. τού ψίαθος …   Dictionary of Greek

  • ՓՍԻԱԹ — ( ) NBH 2 0963 Chronological Sequence: Unknown date գ. բառ յն. փսի՛աթօս կամ փսիա՛թիօն ). ψίαθος, ψιάθιον storea, tapes, teges. Պարիխ. կապերտ կամ գորգ հիւեսալ ʼի պրտուոյ, որպէս ʼի տերեւոյ արմաւոյ. խըսիր. ... *Երկոցունցն մի փսիաթ, որ է նաճայ. Վրք.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”