συμ-βελής

συμ-βελής

συμ-βελής, ές, von mehrern Pfeilen zugleich getroffen, Pol. 1, 40, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταβελής — καταβελής, ές (AM) αυτός που έχει πληγεί με πολλά βέλη, καταπληγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βελής (< βέλος), πρβλ. εμ βελής, συμ βελής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”