πηχύνω

πηχύνω

πηχύνω, auf den Arm geben, πηχύνομαι, auf den Arm, in die Arme uehmen, umarmen; πηχύναντό σε χέρεσσι, Rhian. 5 (XII, 121); Opp. H. 2, 486; τινὰ ἀγοστῷ, Nonn. D. 8, 187. 19, 95 u. öfter; auch Ap. Rh. 4, 972, ἀγρύρεον χαῖον παλάμῃ ἔνι πηχύνουσα, erkl. der Schol. τῷ πήχει τῆς χειρὸς προςηρτηκυῖα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πηχύνω — και μέσ. πηχύνομαι, Α [πήχυς] 1. παίρνω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω («χείρεσσι πηχύνεσθαι», Ανθ. Παλ.) 2. φρ. «άγοστῷ πηχύνω» ή «ἀγοστῷ πηχύνομαι» παίρνω στην παλάμη (Νόνν.) …   Dictionary of Greek

  • πηχύνουσι — πηχύ̱νουσι , πηχύνω take in one s arms aor subj act 3rd pl (epic) πηχύ̱νουσι , πηχύνω take in one s arms pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πηχύ̱νουσι , πηχύνω take in one s arms pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχυνε — πήχῡνε , πηχύνω take in one s arms pres imperat act 2nd sg πήχῡνε , πηχύνω take in one s arms aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πήχῡνε , πηχύνω take in one s arms imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχυνεν — πήχῡνεν , πηχύνω take in one s arms aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πήχῡνεν , πηχύνω take in one s arms imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπηχύνω — Α (ποιητ. τ.) περιβάλλω κάποιον με τον βραχίονά μου, τόν παίρνω στην αγκαλιά μου, εναγκαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πηχύνω (< πῆχυς)] …   Dictionary of Greek

  • πηχύναντο — πηχύ̱ναντο , πηχύνομαι aor ind mp 3rd pl (homeric ionic) πηχύ̱ναντο , πηχύνω take in one s arms aor ind mid 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχύνασθαι — πηχύ̱νασθαι , πηχύνομαι aor inf mp πηχύ̱νασθαι , πηχύνω take in one s arms aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχύνατο — πηχύ̱νατο , πηχύνομαι aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) πηχύ̱νατο , πηχύνω take in one s arms aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχύνετο — πηχύ̱νετο , πηχύνομαι imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) πηχύ̱νετο , πηχύνω take in one s arms imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχύνουσα — πηχύ̱νουσα , πηχύνω take in one s arms pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηχύνουσαι — πηχύ̱νουσαι , πηχύνω take in one s arms pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”