δύ - εἷμα
- δυς-δι-έξ-ακτος
- δυς-δι-έξ-δος
- δυς-δι-εξ-ίτητος
- δυς-δι-εξ-όδευτος
- δυς-δι-ερεύνητος
- δυς-δι-όδευτος
- δυς-δί-οδος
- δυς-δι-οίκητος
- δυς-δι-όρθωτος
- δυς-δι-όριστος
- δυς-δι-ήγητος
- δυς-διά-βατος
- δυς-διά-γνωστος
- δυς-διά-θετος
- δυς-δια-κόμιστος
- δυς-διά-κριτος
- δυς-διά-λυτος
- δυς-δια-νόητος
- δυς-διά-πνευστος
- δυς-δια-πόρευτος