προ- - προς
- προ-κατα-κοιμίζω
- προ-κατα-κόπτω
- προ-κατα-κρίνω
- προ-κατα-λαμβάνω
- προ-κατα-λάμπω
- προ-κατα-λεαίνω
- προ-κατα-λέγω
- προ-κατά-ληψις
- προ-κατα-λύω
- προ-κατα-λήγω
- προ-κατα-μαλάττω
- προ-κατα-μανθάνω
- προ-κατα-μαντεύομαι
- προ-κατα-νοέω
- προ-κατα-νόησις
- προ-κατα-νύσσω
- προ-κατα-πίμπρημι
- προ-κατα-πίνω
- προ-κατα-πίπτω
- προ-κατα-πλέω
- προ-κατα-πλήσσω
- προ-κατα-σκέπτομαι
- προ-κατα-σκευάζω
- προ-κατα-σκευαστικός
- προ-κατα-σκευή
- προ-κατα-σκιῤῥόω
- προ-κατά-στασις
- προ-κατα-στατικός
- προ-κατα-στέλλω
- προ-κατα-στρέφω
- προ-κατα-στροφή
- προ-κατα-σύρω
- προ-κατα-σφάζω
- προ-κατα-σχάζω
- προ-κατα-σχέθω
- προ-κατα-ταχέω
- προ-κατα-τίθεμαι
- προ-κατα-φέρομαι
- προ-κατα-φεύγω
- προ-κατα-χράομαι