- παν-εύ-μορφος
παν-εύ-μορφος, ganz, sehr schön gestaltet, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-εύ-μορφος, ganz, sehr schön gestaltet, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάμμορφος — πάμμορφος, ον (Α) (για τον Πρωτέα) αυτός που λαμβάνει κάθε μορφή, πολύμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μορφος (< μορφή)] … Dictionary of Greek