- παν-εύκηλος
παν-εύκηλος, sehr ruhig, Ap. Rh. 3, 1195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-εύκηλος, sehr ruhig, Ap. Rh. 3, 1195.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανεύκηλος — ον, Α εντελώς ήσυχος, ησυχότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὔκηλος «ήσυχος, αμέριμνος»] … Dictionary of Greek