παν-εύ-τονος

παν-εύ-τονος

παν-εύ-τονος, sehr angespannt, sehr aufmerksam u. eifrig, ἀγέτις οἴκου, Ant. Sid. 88 (VII, 425).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ετερότονος — η, ο μουσ. (για ήχους) αυτός που έχει διαφορετικό μουσικό τόνο. επίρρ... ετεροτόνως και ετερότονα με διαφορετικό μουσικό τόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + τονος (< τόνος) πρβλ. ά τονος, μονό τονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Παν. Κουπιτώρη] …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …   Wikipedia

  • МАТЕРИЯ — одно из наиболее многозначных филос. понятий, которому придается один (или некоторые) из следующих смыслов: 1) то, определяющими характеристиками чего являются протяженность, место в пространстве, масса, вес, движение, инерция, сопротивление,… …   Философская энциклопедия

  • МАТЕРИЯ —     МАТЕРИЯ (ὕλη), понятие древнегреческой, затем всей европейской философии; играет важную роль в онтологии, натурфилософии, теории познания. Основные значения понятия материи: 1) субстрат, «подлежащее», «то, из чего» (Аристотель) возникают и… …   Античная философия

  • πανίδα — Το σύνολο των διαφόρων ζωικών ειδών που ζουν σε μια καθορισμένη περιοχή σ’ ένα ορισμένο περιβάλλον· ο όρος αποκτά έτσι βιογεωγραφική και οικολογική σημασία. Η ποικιλία και ο πλούτος της π. εξαρτώνται από τον αριθμό των ζωικών ειδών που είναι… …   Dictionary of Greek

  • παντόνως — Α επίρρ. με κάθε επιμέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + τόνος «ένταση» + επιρρμ. κατάλ. ως μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πάντονος (πρβλ. εντόνως)] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”