- παν-ευ-μήχανος
παν-ευ-μήχανος, sehr geschickt, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ευ-μήχανος, sehr geschickt, Tzetz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παμμήχανος — παμμήχανος, ον (Α) αυτός που μηχανάται τα πάντα, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μήχανος (< μηχανή), πρβλ. πολυ μήχανος] … Dictionary of Greek