- παν-ευ-τελής
παν-ευ-τελής, ές, sehr wohlfeil, ganz schlecht, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ευ-τελής, ές, sehr wohlfeil, ganz schlecht, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντελής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει φθάσει στο ανώτατο σημείο ως προς ένα γνώρισμα του, ολοσχερής, εντελής, ολικός, ολοκληρωτικός (α. «παντελής ερήμωση» β. «παντελὴς μανία», Δίον. Χρυσ.) αρχ. 1. πλήρης, ολόκληρος 2. αυτός που κατορθώνει τα πάντα 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
παντοτελής — ές, Α παντελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + τελής (< τέλος), πρβλ. παν τελής] … Dictionary of Greek