- παν-ευ-σεβής
παν-ευ-σεβής, ές, sehr fromm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-ευ-σεβής, ές, sehr fromm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανσεβής — ες, Μ πανσεβάσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεβής (< σέβας), πρβλ. ευ σεβής] … Dictionary of Greek