- παν-επ-όψιος
παν-επ-όψιος, = πανεπίσκοπος, Nonn. D. 9, 133. 32, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-επ-όψιος, = πανεπίσκοπος, Nonn. D. 9, 133. 32, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
κοντόψιος — κοντόψιος, ον (Μ) αυτός που έχει μικρό πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + όψιος (< ὄψις), πρβλ. παν όψιος, προσ όψιος] … Dictionary of Greek
πανόψιος — ον 1. ο ορατός από όλους («αὐτὴ δὲ πανόψιον ἔγχος ἑλοῡσα», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που βλέπει τα πάντα («πανόψιον ὄμμα προσώπου», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὄψις (πρβλ. κατ όψιος)] … Dictionary of Greek