- παν-επ-όπτης
παν-επ-όπτης, ὁ, = πανεπόψιος, Or. Sib. prooem. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-επ-όπτης, ὁ, = πανεπόψιος, Or. Sib. prooem. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παντόπτης — και, δωρ. τ., παντόπτας ό, Α αυτός που βλέπει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + όπτης (< θ. ὀπ τού ὄπωπα*), πρβλ. παν όπτης] … Dictionary of Greek
πανόπτης — ο / Μ θηλ. πανόπτρια, ΝΜΑ αυτός που μπορεί να βλέπει, να επιβλέπει ή να ελέγχει τα πάντα, πανεπόπτης αρχ. 1. (ως επίθ. τού Διός ή άλλων θεών και τού Ηλίου, αλλά και ανθρώπων («τὸν πανόπτην κύκλον ἡλίου», Αισχύλ.) 2. στον πληθ. Πανόπται τίτλος… … Dictionary of Greek