- παν-α-φανής
παν-α-φανής, ές, ganz unsichtbar, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παν-α-φανής, ές, ganz unsichtbar, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
παμφανής — παμφανής, ές (Α) 1. ενδοξότατος, λαμπρότατος 2. το αρσ. ως ουσ. ό παμφανής το φυτό αείζωο το μέγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φανης (< φαίνω / φαίνομαι)] … Dictionary of Greek