παν-ασκηθής

παν-ασκηθής

παν-ασκηθής, ές, ganz unversehrt, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πανασκηθής — πανασκηθής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που δεν υπέστη καμία βλάβη, ακέραιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀσκηθής «ασφαλής, αβλαβής»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”