- παν-αρμόνιος
παν-αρμόνιος, ganz passend, überall passend; Plat. Phaedr. 277 d ποικίλῃ μὲν ποικίλους ψυχῇ καὶ παναρμονίους διδοὺς λόγους, ἁπλοῦς δὲ ἁπλῇ; VLL. erkl. πάντοϑεν ἡρμοσμένος; Sp.; – mit allen Harmonien, ᾠδὴ ἡ ἐν τῷ παναρμονίῳ καὶ ἐν πᾶσι ῥυϑμοῖς πεποιημένη, Plat. Rep. III, 404 d; ὄργανον, D. C. 74, 3; vgl. auch Alexis bei Phot. lex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.