παιᾱνίζω

παιᾱνίζω

παιᾱνίζω, einen Lobgesang auf Apollo singen, und übh. einen Siegesgesang, auch ein Kriegslied anstimmen; ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον, Aesch. Spt. 250; δεῖ εὐϑύμως μόνον οὐχὶ παιανίζοντας εἰς τὸ χρεὼν ἀπιέναι, Plat. Ax. 364 b; vom Kriegsgesange der Barbaren, Pol. 3, 43, 8, u. a. Sp. – Bei Xen. Conv. 2, 1 auch nach dem Mahle gesungen. Vgl. παιωνίζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παιανίζω — παιανίζω, παιάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παιανίζω — παιᾱνίζω , παιανίζω pres subj act 1st sg παιᾱνίζω , παιανίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανίζω — (Α παιανίζω) [παιάν] νεοελλ. (για ορχήστρα) εκτελώ μουσική σύνθεση, ιδίως ύμνους ή εμβατήρια αρχ. ψάλλω ύμνο προς τον Απόλλωνα ή επινίκιο ή πολεμικό άσμα, άδω τον παιάνα …   Dictionary of Greek

  • παιανίζω — παιάνισα, παίζω με μουσικό όργανο ύμνους ή εμβατήρια: Από τα χαράματα η ορχήστρα του Δήμου παιάνιζε στους δρόμους της πόλης το εωθινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιανίσω — παιᾱνίσω , παιανίζω aor subj act 1st sg παιᾱνίσω , παιανίζω fut ind act 1st sg παιᾱνίσω , παιανίζω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανιεῖ — παιᾱνιεῖ , παιανίζω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) παιᾱνιεῖ , παιανίζω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανιεῦσι — παιᾱνιεῦσι , παιανίζω fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) παιᾱνιεῦσι , παιανίζω fut ind act 3rd pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανιζόντων — παιᾱνιζόντων , παιανίζω pres part act masc/neut gen pl παιᾱνιζόντων , παιανίζω pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανίζομεν — παιᾱνίζομεν , παιανίζω pres ind act 1st pl παιᾱνίζομεν , παιανίζω imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανίζουσι — παιᾱνίζουσι , παιανίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παιᾱνίζουσι , παιανίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιανίζουσιν — παιᾱνίζουσιν , παιανίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παιᾱνίζουσιν , παιανίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”