παγίωσις

παγίωσις

παγίωσις, , das Festmachen, B. A. 1408 aus Olympiod.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παγίωσις — making fast fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγίωση — η (Α παγίωσις) [παγιώ] πράξη ή διαδικασία με την οποία καθίσταται κάτι σταθερό, αμετάβλητο, στερέωση, σταθεροποίηση, εδραίωση («παγίωση τής ειρήνης») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”