παιηονίς, ίδος, ἡ, fem. zum Vorigen, v. l. für παιωνιάς bei Agath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Παιηονίς — healing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παιηόνιος — Παιηόνιος, ία, ον, θηλ. και Παιηονίς, ίδος (Α) [Παιήων, ονος] αυτός που θεραπεύει, θεραπευτής … Dictionary of Greek