παιηόνιος, heilend, χείρ, des Arztes, Magn. Epigr. (Plan. 270).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Παιηόνιος — Παιηόνιος, ία, ον, θηλ. και Παιηονίς, ίδος (Α) [Παιήων, ονος] αυτός που θεραπεύει, θεραπευτής … Dictionary of Greek
Παιηονίῃ — Παιηόνιος healing fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)