- παιδήϊος
παιδήϊος, α, ον, ion. = παίδειος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδήϊος, α, ον, ion. = παίδειος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδήιος — παιδηΐος, ΐη, ον (Α) ιων. τ. βλ. παίδειος … Dictionary of Greek
παιδήιον — παιδήιος festival of a masc acc sg παιδήιος festival of a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίδειος — παίδειος, ον και παιδεῑος, ον ιων. τ. παιδήϊος, ίη, ον (Α) [παις, παιδός] 1. αυτός που ανήκει σε παιδί, ο σχετικός με τα παιδιά, ο παιδικός 2. αυτός που προέρχεται από τα παιδιά 3. το ουδ. ως ουσ. το παιδεῑον πιθ. παιδικό ένδυμα 4. (το ουδ. πληθ … Dictionary of Greek