- παιδίσκος
παιδίσκος, ὁ, dim. von παῖς, Knäblein, Söhnlein; Xen. Hell. 5, 4, 32; Pol. 31, 4, 9 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδίσκος, ὁ, dim. von παῖς, Knäblein, Söhnlein; Xen. Hell. 5, 4, 32; Pol. 31, 4, 9 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδίσκος — παιδίσκος, ὁ (Α) μικρό παιδί ή μικρός γιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + επίθημα ίσκος (πρβλ. μην ίσκος)] … Dictionary of Greek
παιδίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίσκου — παίδισκος young boy masc gen sg παιδίσκος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίσκους — παίδισκος young boy masc acc pl παιδίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίσκων — παίδισκος young boy masc gen pl παιδίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίσκῳ — παίδισκος young boy masc dat sg παιδίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίσκοι — παιδίσκος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδίσκον — παιδίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
παιδισκείος — παιδισκεῑος, εία, ον (Α) [παιδίσκος] αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε παιδί («παιδισκεῑον χλανίσκιον», πάπ.) … Dictionary of Greek