ιυγή — ἰυγή, ἡ (Α) [ιύζω] 1. φωνή οδύνης, κραυγή, οιμωγή 2. βοή, θόρυβος … Dictionary of Greek
ἰυγή — ἰῡγή , ἰυγή howling fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
αύω — (I) αὔω (Α) ανάβω φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία του ρ. αύω, η σχετική με τη φωτιά, διαφέρει από τη σημασία των συνθέτων του πρβλ. εξαύω «εξάγω, βγάζω», εξαύσαι «εξελείν» (Η σύχ.), καταύω «καθαιρώ, καταστρέφω», καταύσαι «καταντλήσαι, καταδύσαι» και… … Dictionary of Greek
ιύζω — ἰύζω (Α) 1. φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.) 2. κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.) 3. βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και… … Dictionary of Greek
ἰυγαί — ἰῡγαί , ἰυγή howling fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰυγάς — ἰῡγά̱ς , ἰυγή howling fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰυγῆς — ἰῡγῆς , ἰυγή howling fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰυγήν — ἰῡγήν , ἰυγή howling fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)