- ἰᾱτρο-τέχνης
ἰᾱτρο-τέχνης, ὁ, Heilkünstler, Ar. Nubb. 331.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἰᾱτρο-τέχνης, ὁ, Heilkünstler, Ar. Nubb. 331.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσοτέχνης — μουσοτέχνης, δωρ. τ. μουσοτέχνας, ὁ (Α) μουσουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. ιατρο τέχνης, κηρο τέχνης] … Dictionary of Greek
χαλκεοτέχνης — ὁ, Α χαλκεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + τέχνης (< τέχνη), πρβλ. ἰατρο τέχνης, χειρο τέχνης] … Dictionary of Greek
χειροτέχνης — ο, ΝΜΑ αυτός που κατασκευάζει χειροτεχνήματα, που φιλοτεχνεί έργα με το χέρι αρχ. 1. τεχνίτης, χειρώνακτας, σε αντιδιαστολή προς τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό, τον φιλόσοφο 2. δούλος ο οποίος με την εργασία του απέφερε εισόδημα στον κύριό του 3.… … Dictionary of Greek