παιδάριον — little boy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαρίοις — παιδάριον little boy neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαρίοισιν — παιδάριον little boy neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαρίου — παιδάριον little boy neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαρίων — παιδάριον little boy neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαρίῳ — παιδάριον little boy neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδάρια — παιδάριον little boy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδάριο — το (ΑΜ παιδάριον, Α κατά δ. γρφ. παιδάρειον) μικρό παιδί, παιδάκι νεοελλ. ανόητος άνθρωπος αρχ. 1. μικρό κορίτσι 2. νεαρός δούλος («ἕπου μετ ἐμοῡ, παιδάριον, ἵνα πρὸς τὸν θεὸν ἴωμεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek
παιδαρίδιον — παιδαρίδιον, τὸ (Α) [παιδάριον] υποκορ. τού παιδάριον … Dictionary of Greek
παιδαρίων — παιδαρίων, ωνος, ὁ (Α) μέγεθ. τού παιδάριον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδάριον + επίθημα ων (πρβλ. χλωρί ων)] … Dictionary of Greek
παιδαρύλλιον — παιδαρύλλιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού παιδάριον) παιδαρέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδάριον + υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ειδ ύλλιον)] … Dictionary of Greek