ἰᾱτρός

ἰᾱτρός

ἰᾱτρός, , ion. u. ep. ἰητρός, der Heilende; ἰητρὸς ἀνήρ Il. 11, 514, wie φωτὸς ἰατροῦ χάριν Aesch. Ch. 688; subst., der Arzt, πολυφάρμακοι Il. 16, 28, Aesch. Prom. 471 Soph. Ai. 578; in Prosa, Her. 2, 841 Plat. Rep. III, 406 d; τοὺς σοφοὺς κατὰ σώματα ἰατρούς Theaet. 167 b; Folgende. Uebtr., πόνων Pind. N. 4, 2; τῶν ἀνηκέστων κακῶν Aesch. frg. 227; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι Prom. 378; τῆς πόλεως Thuc. 6, 14; ἀμαϑίας Plat. Prot. 357 e; ὅπως ἰατρὸν λαμβάνῃ τῆς ὕβρεως καὶ τῆς ἀκοσμίας τὴν μουσικήν Ath. XIV, 627 e, vgl. Timocl. ib. X, 455 f, – Ἡ ἰατρός, trag. Ath. XIV, 636 a, wie Ἀφροδίτην ἰατρὸν οὖσαν Plut. Conj. praec. p. 424.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιατρός — ιατρός, ο και γιατρός, ο θηλ. γιατρίνα και γιάτρισσα 1. επιστήμονας που ασχολείται με τη θεραπεία των σωματικών, διανοητικών και ψυχικών ασθενειών. 2. μτφ., ό,τι συντελεί στη θεραπεία: Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός κάθε στενοχώριας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • ἰατρός — ἰᾱτρός , ἰατρός one who heals masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιατρός του Λαού — Το πρώτο ελληνικό περιοδικό που εκδόθηκε στην Αίγυπτο. Το περιοδικό ιδρύθηκε το 1860 στο Ναύπλιο από τον γιατρό Διονύσιο Οικονομόπουλο. Η έδρα του μεταφέρθηκε το 1862 στην Αλεξάνδρεια, όπου κυκλοφόρησε ως διμηνιαίο περιοδικό, με πρώτο φύλλο τον… …   Dictionary of Greek

  • Ἄλλων ἰατρὸς ἔλκεσι βρύων. — См. Врачу, исцелися сам …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἰητροῖο — ἰατρός one who heals masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰητροῖς — ἰατρός one who heals masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰητροῖσι — ἰατρός one who heals masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰητροῖσιν — ἰατρός one who heals masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰητροί — ἰατρός one who heals masc nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰητροῦ — ἰατρός one who heals masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”