ἧλιξ

ἧλιξ

ἧλιξ, ικος, eigtl. eins mit dem Vorigen, so alt wie, gleichalterig; βόες, ἥλικες, ἰσοφόροι, gleich an Alter u. Kraft, Od. 18, 373; ἅλικες οἷα παρϑένοι ὑποκουρίζεσϑ' ἀοιδαῖς Pind. P. 3, 17; ἥλικές ϑ' ἥβης ἐμῆς Aesch. Pers. 667, vgl. Ch. 600; ἡλίκων νεανίδων Ar. Th. 1030; Ach. 317; in Prosa, Her. 1, 34; Plat. Phil. 15 e u. öfter, u. Folgde. Sprichwörtlich ἥλικα γὰρ καὶ ὁ παλαιὸς λόγος τέρπειν τὸν ἥλικα, Plat. Phaedr. 240 c, Gleich u. Gleich gesellt sich gern; vgl. Arist. rhet. 1, 11 eth. 8, 12; ähnlich ἥλιξι γὰρ ἥλικας ἀμύνεσϑαι καλόν Plat. Rep. V, 464 e. – Später auch gleich, ähnlich, τινός, Wern. Tryphiod. 637.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • ἧλιξ — of the same age masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκεσσι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκων — ἧλιξ of the same age masc/fem gen pl ἡλίκος as big as fem gen pl ἡλίκος as big as masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλικες — ἧλιξ of the same age masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλικι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλικος — ἧλιξ of the same age masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλιξι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλιξιν — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσήλικος — η, ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος νεοελλ. μσν. αυτός που έχει μέτριο… …   Dictionary of Greek

  • νεοήλιξ — νεοῆλιξ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που είναι μικρός στην ηλικία, ο νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἧλιξ «συνομήλικος» (πρβλ. ισ ήλιξ, ομ ήλιξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”