- παιδοῦς
παιδοῦς, οῦσσα, οῦν, zsgz. aus παιδόεις, kinderreich; Callim. bei Schol. Soph. Tr. 308; die VLL. erkl. παιδοῦσα, ἐγκύμων; auch Tzetz. ad Lycophr. 843 hat das Wort.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδοῦς, οῦσσα, οῦν, zsgz. aus παιδόεις, kinderreich; Callim. bei Schol. Soph. Tr. 308; die VLL. erkl. παιδοῦσα, ἐγκύμων; auch Tzetz. ad Lycophr. 843 hat das Wort.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδούς — παιδοῡς, οῡσσα και οῡσα, οῡν και παιδόεις, όεσσα, όεν (ΑΜ) 1. αυτός που έχει άφθονα παιδιά 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοῡσα η έγκυος γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + όεις* / οῦς] … Dictionary of Greek
παιδόεις — παιδόεις, εσσα, εν (Α) βλ. παιδούς … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek