ὦλος

ὦλος

ὦλος, ἡ, = ὠλένη, Hesych. erkl. ἡ τοῦ βραχίονος καμπή.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ώλος — ἡ, Α 1. ωλένη 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὦλον... οἱ δὲ ἐπὶ τῶν διφυῶν Τὸ επὶ τοῡ ὀμφαλοῡ προστιθέμενον δέρμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὠλλόν] …   Dictionary of Greek

  • Ὦλος — Ἄλος , Ἄλος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηδωλός — (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων». [ΕΤΥΜΟΛ. < κήδω + κατάλ. ωλός (πρβλ. αμαρτ ωλός, φειδ ωλός)] …   Dictionary of Greek

  • -υλ(λ)ος — κατάληξη τής Αρχαίας Ελληνικής, που αποτελεί επαυξημένη μορφή (με απόσπαση τού φωνήεντος υ από θ. με χαρακτήρα υ , πρβλ. δριμύς: δριμ ύ λος, ἡδύς: ἡδ ύ λος) τού επιθήματος λο (< ΙΕ * lο ), πρβλ. και τις κατάλ. ηλος*, ιλος (πρβλ. οργ ίλος, ποικ …   Dictionary of Greek

  • φειδωλός — ή, ό / φειδωλός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, Α 1. αυτός που διαθέτει ή καταναλώνει κάτι με σύνεση και μέτρο, οικονόμος 2. (κατ επέκτ.) τσιγκούνης, φιλάργυρος νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο φειδωλός ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους υμενόπτερων εντόμων… …   Dictionary of Greek

  • μάγδωλος — και μαγδώλ, ῶλος, ὁ (Α) πύργος, μικρό στρατιωτικό φυλάκιο, οικοδόμημα που χρησίμευε ως φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικό δάνειο. Ο τ. συνδέεται με εβρ. migdal «πύργος» και με αιγυπτιακό τοπωνύμιο Μαγδωλός και Μαγδώλα] …   Dictionary of Greek

  • πληθώρα — η,ΝΜΑ μεγάλο πλήθος, αφθονία (α. «πληθώρα επιχειρημάτων» β. «πληθώρα αδικημάτων») νεοελλ. ιατρ. νοσηρή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αύξηση τού όγκου τού αίματος πάνω από τα φυσιολογικά όρια και προέρχεται από αύξηση τής μάζας τού πλάσματος ή… …   Dictionary of Greek

  • πυργομαγδώλ — τὸ, Α φρούριο με πύργους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + μαγδώλ, ῶλος «πύργος, φυλάκιο»] …   Dictionary of Greek

  • φειδωλή — ἡ, Α 1. φειδώ, οικονομία 2. θηλ. τοῡ φειδωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ ομαι + επίθημα ωλή (πρβλ. εὐχ ωλή, τερπ ωλή). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. ωλή έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. ωλός, το ουσ. φειδωλή είναι αρχαιότερο τού φειδωλός.… …   Dictionary of Greek

  • ωλλόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ βραχίονος καμπή». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. θεματική αιολ. μορφή (< *ὠλν ο ς) τής λ. ὠλένη*. Ο τ. ὦλον, που παραδίδει αλλού ο Ησύχιος (βλ. λ. ὦλος), είναι ορθότερος ως προς τον τονισμό] …   Dictionary of Greek

  • Κέρκωπες — Μυθολογικά πρόσωπα. Επρόκειτο για δύο αδέλφια, περιβόητους κακοποιούς, που επιχείρησαν να ληστέψουν και τον ίδιο τον Δία. Κατάγονταν από την Οιχαλία και ονομάζονταν Ώλος και Ευρύβατος ή Σίλλος και Γρίβαλος ή Άνδουλος και Άτλαντος ή Πάσσαλος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”