- ἦλυξ
ἦλυξ, υγος, ἡ, = ἠλύγη, von Choerobosc. in B. A. 1199 σκιά erkl. S. ἐπῆλυξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἦλυξ, υγος, ἡ, = ἠλύγη, von Choerobosc. in B. A. 1199 σκιά erkl. S. ἐπῆλυξ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ήλυξ — ἦλυξ, υγος, ὁ (Α) η ηλύγη* … Dictionary of Greek
ἦλυξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤλυγος — ἦλυξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επήλυξ — ἐπῆλυξ ο, η (Α) αυτός που σκεπάζει, που καλύπτει κάτι («τὴν πέτραν ἐπήλυγα λαβόντες ἑστήκασι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήλυξ «σκοτάδι»] … Dictionary of Greek