ἦνις

ἦνις

ἦνις, ιος, ἡ, immer mit βοῦς verbunden, Il. 6, 94. 275. 309. 10, 292 Od. 3, 382 Ap. Rh. 4, 174, ein Jahr alt, jährig (s. ἔνος), Scholl. ἐνιαύσιος, νέος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ήνις — ἤνις, ιος, ἡ (Α) (επίθ. για αγελάδα) πιθ. αυτή που είναι ηλικίας ενός έτους («βροῦν ἤνιν εὐρυμέτωπον ἀδμήτην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το ἔνος «παλιότερος πρόσφατος», που απαντά στο ἐνι αυτός. Το ι τής λ. αμφισβητείται αν είναι μακρό ή… …   Dictionary of Greek

  • ἦνις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤνις — ἤνῑς , ἦνις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤνιας — ἦνις fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤνιες — ἦνις fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤνιος — ἦνις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήκεστος — ἤκεστος, η, ον (Α) (για νεαρά δαμάλια που φυλάγονται για να προσφερθούν σε θυσία) αυτός που δεν κεντήθηκε με το βούκεντρο, ακέντητος, αδάμαστος («βοῡς ἐνί νηῷ ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται σύνθετη λ. με β …   Dictionary of Greek

  • ἤνεις — ἄνειμι go up pres ind act 2nd sg (epic ionic) ἤ̱νεις , ἀνέω imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic) ἦνις fem nom/voc pl (attic epic) ἦνις fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …   Dictionary of Greek

  • ἠνίων — ἀνιάω grieve imperf ind act 3rd pl (attic epic ionic) ἀνιάω grieve imperf ind act 1st sg (attic epic ionic) ἤνια neut gen pl ἦνις fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤνεσ' — ἤνεσο , ἀνίημι send up aor imperat mid 2nd sg ἤνεσο , ἀνίημι send up aor ind mid 2nd sg (epic ionic) ἤνεσι , ἦνις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”