ἦτρον

ἦτρον

ἦτρον, τό (ἦτορ?), der Unterleib, der Bauch vom Nabel abwärts, Xen. de re equ. 12, 4 u. Dem. 54, 11; vgl. Arist. H. A. 1, 12; Poll. 2, 170, wie es auch Tim. lex. Plat. erkl. ὁ μεταξὺ ὀμφαλοῦ τε καὶ αἰδοίου τόπος. Auch Bauch eines Gefäßes, Topfes, χύτρας Ar. Th. 509. Bei Nic. Th. 595 νάρϑηκος, nach Schol. ἐντεριώνη, Mark. – Nach Suid. auch κάλυμμα τῆς μήτρας.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ήτρον — ἦτρον, τό (Α) 1. το υπογάστριο 2. μτφ. το κοίλο μέρος χύτρας ή αγγείου 3. η εντεριώνη, η ψίχα τού καλαμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. τού αθέματου τ. ήτορ* «καρδιά»] …   Dictionary of Greek

  • ἦτρον — abdomen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήλητρον — κήλητρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κήληθρον*, μαγικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ητρον (πρβλ. μίσ ητρον, φίλ ητρον)] …   Dictionary of Greek

  • υπήτριον — τὸ, Α 1. το μέρος τού σώματος κάτω από το ἦτρον*, το υπογάστριο 2. (κατά τον Αθήν.) «οὖθαρ, μαστός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἦτρον «υπογάστριο»] …   Dictionary of Greek

  • недро — мн. недра, укр. надро лоно, грудь , нiдра недра , др. русск. ядра мн. недра, глубина, лоно (Нестор, Жит. Бор. и Глеба: отъ ядръ земьныхъ), ст. слав. нѣдра мн. κόλπος (Супр.) наряду с ѩдра – то же (Клоц., Супр., Рs. Sin.), болг. недра (Младенов… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • UTERINA — inter puerperarum olim Deas, de quibus vide Augustin. de Civ. Dei, l. 7. Ab utero, sacrosancta illa corporis feminei parte, quam commendandis rebus suis principes feminas saepe nominare, legimus apud Poetas. Sic Ceres apud Claudian. l. 1. Raptus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ήτορ — ἦτορ, το (Α) (επικ. και λυρ. λέξη στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ. η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.) 1. η καρδιά α) ως μέλος τού ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.) β) ως έδρα τής ψυχής, τής ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ… …   Dictionary of Greek

  • δέρτρον — δέρτρον, το (Α) 1. η μεμβράνη που περιβάλλει το συκώτι και τα εντόσθια 2. το ράμφος τού γερακιού 3. πληθ. τύμπανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω + (επίθημα) –τρον δηλωτικό τού οργάνου (πρβλ. ήτρον, κάλυπτρον)] …   Dictionary of Greek

  • ητριαίος — ἠτριαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στο υπογάστριο, τού υπογαστρίου,τής κοιλιάς 2. το ουδ. ως ουσ. τό ἠτριαῑον το στομάχι, η κοιλιά 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡτριαία η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρον «υπογάστριος» + ιαίος (πρβλ. νεφρ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • ἤτρου — ἤ̱τρου , ἦτρον abdomen neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤτρων — ἤ̱τρων , ἦτρον abdomen neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”