- παιδ-ολετήρ
παιδ-ολετήρ, ῆρος, ὁ, Kindermörder, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδ-ολετήρ, ῆρος, ὁ, Kindermörder, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ταυρολέτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που αφανίζει, που καταστρέφει ταύρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ολέτωρ (< ὄλλυμι, πρβλ. ὀλετήρ), πρβλ. παιδ ολέτωρ] … Dictionary of Greek