ἦρι

ἦρι

ἦρι (vgl. ἔαρ), früh, am frühen Morgen, μάλ' ἦρι Od. 20, 156, ἠῶϑεν δὲ μάλ' ἦρι 19, 320, ἦρι μάλα Il. 9, 360; Hesych. erkl. πρωΐ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ήρι — (Erie). Τοπωνύμια των ΗΠΑ. Βλ. λ. Ίρι. * * * ἦρι (Α) επίρρ. 1. νωρίς, πρωί πρωί 2. κατά το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἤερι, με συναίρεση < (τοπική πτώση) *ἄιερι < ΙE *aier «μέρα πρωί» (πρβλ. άρι στον). Η λ. συνδέεται με ayarә, γεν. ayan, γοτθ.… …   Dictionary of Greek

  • ἦρι — ἔαρ spring neut dat sg ἦρι early epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οχάιο — I (Ohio). Ομόσπονδη Πολιτεία (106.765 τ. χλμ., 10847115 κάτ.) των ανατολικών ΗΠΑ. Βρέχεται προς τα Β από τη λίμνη Ήρι, που τη χωρίζει από τον Καναδά και συνορεύει με την Πενσυλβανία προς τα Α, τη δυτική Βιρτζίνια προς τα ΝΑ, το Κεντάκυ προς τα Ν …   Dictionary of Greek

  • ηέριος — ἠέριος, ίη, ον (Α) 1. πρωινός, αυγινός («ἠερίη δ ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ευήνεμος 3. (για πτηνά) αυτός που ζει, που πετά στον αέρα 4. αυτός διά μέσου τού οποίου δύσκολα μπορεί να δει κανείς, ομιχλώδης… …   Dictionary of Greek

  • ἦρ' — ἦρο , ἀρόω plough imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἦρα , αἴρω attach aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἦρε , αἴρω attach aor ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἦρα , ἔαρ spring neut nom/voc/acc pl ἦρι , ἔαρ spring neut dat sg ἦρε , ἔαρ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηριγένεια — ἠριγένεια, ή (Α) 1. (για την Ηώ) αυτή που γεννήθηκε πρωί 2. το πρωί 3. η ημέρα 4. αυτή που γεννά κατά την άνοιξη («ἠριγένεια λέαινα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Με την παθ. σημασία «αυτή που γεννήθηκε το πρωί» η λ. ηριγένεια < ήρι «νωρίς, πρωί», ενώ… …   Dictionary of Greek

  • οντάριο — (Ontario). Επαρχία (1.068.580 τ. χλμ., 9 546 000 κατ.) του νότιοκεντρικού Καναδά. Πρωτεύουσα είναι το Τορόντο. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας και περιλαμβάνεται μεταξύ των επαρχιών Μανιτόμπα στα Δ και Κεμπέκ στα Α, του Κόλπου… …   Dictionary of Greek

  • οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… …   Dictionary of Greek

  • Οντάριο, λίμνη — (Ontario). Λιμναία λεκάνη της Βόρειας Αμερικής, η μικρότερη σε έκταση (18.941 τ. χλμ.) από τις λεκάνες της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών. Βρίσκεται μεταξύ του Καναδά (επαρχία Οντάριο) στα Β, στα Δ και ΝΔ, και των ΗΠΑ (Πολιτεία Νέας Υόρκης) στα Ν… …   Dictionary of Greek

  • Σινσινάτι — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 30 Αυγούστου 1935. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεση του είναι 18,8 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 14,2 από τον Ήλιο. II (Cincinnati). Πόλη (364.040… …   Dictionary of Greek

  • ирей — ирий, род. п. ирья южные края, куда птицы улетают зимой, сказочная страна , др. русск. ирии, род. п. ирьɪа южные края (Поуч. Владим. Моном.), укр. вирей, вирiй, блр. вырый, польск. wyraj. Судя по др. русск. форме, при этимологии нужно исходить из …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”