- ὥῤῥειον
ὥῤῥειον, τό, s. ὡρεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὥῤῥειον, τό, s. ὡρεῖον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορρείον — ὁρρεῑον και ὅρρεον και ὁρρίον και ὡρεῑον και ὡρρεῑον, τὸ (ΑΜ) αποθήκη καλά στεγασμένη και αεριζόμενη, στην οποία φυλάσσονταν τρόφιμα, σιτηρά και άλλα πολύτιμα είδη μσν. κατάστημα ή αποθήκη τών βυζαντινών χρόνων που είχαν σχέση με την πολιτική τού … Dictionary of Greek
ωρείον — (I) και ὤριον και ὤρεον τὸ, ΜΑ (κρητ. τ.) φρούριο, οὐρεῑον* («ἐν τῷ ὠρέῳ Μιλίῳ», ΨΚωδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Κρητ. τ. τού οὐρεῖον* «φρούριο»]. (II) και ὡρρεῑον, τὸ, ΜΑ βλ. ορρείον … Dictionary of Greek