ἥσυχος

ἥσυχος

ἥσυχος, ον (ἧμαι? nach Döderlein mit ἧκα, ἥσσων verwandt), ruh ig, still, ungestört, sorglos; ἥσυχοι ἔργα νέμοντο Hes. O. 119; ὄμματος παρ' ἡσύχου Aesch. Suppl. 196; ἡσύχῳ φρενῶν βάσει Ch. 445; ἥσυχος ϑακεῖ Soph. Ai. 318; ὥστε πᾶν ἐν ἡσύχῳ ἔξεστι φωνεῖν in Ruhe, O. C. 82; Eur. ἥσυχον ϑάσσειν, μένειν, Hec. 35 Troad. 985; ἥσυχον ἐᾶν τινα, in Ruhe lassen, Ar. Vesp. 190; βίος Plat. Polit. 307 e; ἔχ' ἥσυχος, sei still, Ar. Plut. 127; vgl. Eur. Med. 550 Her. 8, 65; ἥσυχον παρελαύνειν, ruhig, langsam vorbereiten, Xen. Cyr. 5, 3, 55. – Comparat. (von ἡσυχαῖος entlehnt) ἡσυχαίτερος, Aesch. Eum. 214; ἡσυχαίτερα χαλεπά, gelindere Uebel, Thuc. 3, 82; Plat. Phil. 24 c; ἡσυχαίτεροι διεφοίτων, langsamer, Xen. Cyr. 6, 2, 12; die von Thom. Hag. verworfene Form ἡσυχώτερος hat Soph. Ant. 1076, wie ἡσυχώτατος Plat. Charm. 160 a. Beim Schol. Lycophr. 3 ἡσυχεστάτη. – Adv. ἡσύχως, Aesch. καὶ σεσωφρονισμένως, Suppl. 705; ἔχειν Eur. Suppl. 315; ὡς ἡσυχαίτατα, Ggstz von ὡς τάχιστα, Plat. Charm. 160 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἥσυχος — quiet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …   Dictionary of Greek

  • ήσυχος — η, ο επίρρ. α 1. ήρεμος: Ήσυχη βραδιά. – Ήσυχη θάλασσα. – Ήσυχη συνείδηση. 2. μέρος όπου δεν υπάρχουν θόρυβοι ή άλλες ενοχλήσεις: Ήσυχο σπίτι. – Ήσυχη γειτονιά. 3. ο απαλλαγμένος από φροντίδες και στενοχώριες: Ήσυχη ζωή. 4. αυτός που δεν ενοχλεί… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡσυχώτερον — ἥσυχος quiet masc acc comp sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc comp sg ἥσυχος quiet adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίτατον — ἥσυχος quiet masc acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίτερον — ἥσυχος quiet masc acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχώτατον — ἥσυχος quiet masc acc superl sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσύχως — ἥσυχος quiet adverbial ἥσυχος quiet masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥσυχον — ἥσυχος quiet masc/fem acc sg ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαιτέρου — ἥσυχος quiet masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡσυχαίτατα — ἥσυχος quiet neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”